- χαραγματιά
- χαραγματιά, η και χαραματιά, η1. χάραγμα.2. ίχνος χάραξης πάνω σε μια επιφάνεια.3. χαραμάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαραγματιά — και χαραματιά, η, Ν το αποτέλεσμα τού χαράζω («έκανε μια χαραγματιά πάνω στο ξύλο με το μαχαίρι») 2. σημάδι, ίχνος χάραξης, χαρακιά («έχει χαραγματιές η πόρτα από τα νύχια τού σκύλου») 3. (μόνον στον τ. χαραματιά) χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραγμα… … Dictionary of Greek
χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα … Dictionary of Greek
χαραγή — η, ΝΜ η ενέργεια τού χαράζω, το χάραγμα νεοελλ. 1. χαρακιά, χαραγματιά 2. σχισμή, χαραμάδα 3. γραμμή, ράβδωση 4. (κυρίως σχετικά με κορμούς φυτών ή δέντρων) εντομή 5. η χαραυγή 6. ζωοτ. μικρή τομή στα αφτιά τών κατοικίδιων ζώων για να… … Dictionary of Greek
χαρακιά — η, Ν 1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές») 2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα 3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
χαραματιά — η, Ν βλ. χαραγματιά … Dictionary of Greek
χαράκι — το 1. χαραγή, χαραγματιά. 2. καθεμιά από τις ευθείες γραμμές που είναι χαραγμένες πάνω στα φύλλα των τετραδίων. 3. το χαράκωμα αμπελιού. 4. εντομή στα δέντρα για εμβολιασμό, εμβολιασμός. 5. βράχος, ογκόλιθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρακιά — η 1. χαραγματιά, ίχνος που προέρχεται από χάραγμα. 2. η γραμμή που χαράζεται με το χάρακα, χαράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραματιά — η βλ. χαραγματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)